ερεθίζω

ερεθίζω
(AM ἐρεθίζω)
1. εξοργίζω, εξάπτω, εκνευρίζω («ἀλλ’ ἴθι, μὴ μ’ ἐρέθιζε», Ομ. Ιλ.)
2. (για όργανα τού σώματος) αυξάνω την πάθηση, προκαλώ φλόγωση, ερεθισμό («αυτή η αλοιφή μού ερέθισε το τραύμα»)
3. προκαλώ ερωτική διέγερση («η θέα της ερεθίζει τους νέους»)
4. προκαλώ, εντείνω, γαργαλίζω την οσμή ή την όρεξη («το ούζο ερεθίζει την όρεξη»)
5. παθ. ερεθίζομαι
α) εξάπτομαι, γίνομαι εριστικός, οργίζομαι
β) γίνομαι εντονότερος, ζωηρότερος («πνεῡμα δὲ ἠρεθισμένον» — λαχανιασμένη, ταχύτερη αναπνοή, Ευρ.)
γ) διεγείρομαι ερωτικά
αρχ.-μσν.
παροτρύνω, ενθουσιάζω («Ἔρως γάρ θεῑος ἠρέθιζε, μάκαρ, τὴν καρδίαν σου», Μηναί.)
αρχ.
1. παροξύνω σε οργή, σε πόλεμο, σε μάχη
2. παρακινώ σε άμιλλα («ὁ ἐξ ὑμῶν ζῆλος ἠρέθιζε τοὺς πλείονας», ΚΔ)
3. φέρομαι ερεθιστικά, υβριστικά σε κάποιον («μή ερεθίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν», ΚΔ)
4. (για μουσ. όργανο) χτυπώ τις χορδές για να ακουστεί ήχος («ἐρέθιζε μαγάδιν» — άγγιζε την άρπα, Τελέστ.)
5. προσελκύω, θέλγω
6. κινώ την περιέργεια κάποιου
7. (μτχ. μέσ. ενεστ.) ἐρεθιζόμενος, -η, -ον («φέψαλος ἐρεθιζόμενος» — σπινθήρας που άναψε ξανά, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ερέθω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐρεθίζω — rouse to anger pres subj act 1st sg ἐρεθίζω rouse to anger pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερεθίζω — ερεθίζω, ερέθισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ερεθίζω — ερέθισα, ερεθίστηκα, ερεθισμένος 1. οργίζω, διεγείρω, παροξύνω, εξάπτω: Μη μ ερεθίζεις, γιατί θα σε χτυπήσω. 2. αυξάνω την ευαισθησία, φλογίζω: Με την αλοιφή αυτή ερεθίστηκε περισσότερο το τραύμα μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐρεθίζετε — ἐρεθίζω rouse to anger pres imperat act 2nd pl ἐρεθίζω rouse to anger pres ind act 2nd pl ἐρεθίζω rouse to anger imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθίζῃ — ἐρεθίζω rouse to anger pres subj mp 2nd sg ἐρεθίζω rouse to anger pres ind mp 2nd sg ἐρεθίζω rouse to anger pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθίσει — ἐρεθίζω rouse to anger aor subj act 3rd sg (epic) ἐρεθίζω rouse to anger fut ind mid 2nd sg ἐρεθίζω rouse to anger fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθίσω — ἐρεθίζω rouse to anger aor subj act 1st sg ἐρεθίζω rouse to anger fut ind act 1st sg ἐρεθίζω rouse to anger aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθίσῃ — ἐρεθίζω rouse to anger aor subj mid 2nd sg ἐρεθίζω rouse to anger aor subj act 3rd sg ἐρεθίζω rouse to anger fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρεθισμένα — ἐρεθίζω rouse to anger perf part mp neut nom/voc/acc pl ἠρεθισμένᾱ , ἐρεθίζω rouse to anger perf part mp fem nom/voc/acc dual ἠρεθισμένᾱ , ἐρεθίζω rouse to anger perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρέθισθε — ἐρεθίζω rouse to anger plup ind mp 2nd pl ἐρεθίζω rouse to anger perf imperat mp 2nd pl ἐρεθίζω rouse to anger perf ind mp 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”